- αραδάρης
- οαυτός που δίνει νερό για πότισμα με τη σειρά, νεροκράτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αράδα — η (Μ ἀράδα) 1. σειρά, γραμμή 2. σειρά λέξεων, στίχος γραπτού κειμένου νεοελλ. φρ. 1. «της αράδας» μέτριας αξίας, κοινός 2. «πάει με ανθρώπους της αράδας του» της ίδιας κοινωνικής θέσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < (βενετ.) arada «αλέτρια» … Dictionary of Greek
αραδαριά — η (Μ ἀραδαριά) [αραδάρης] 1. τακτοποίηση σε μια γραμμή 2. (ως επίρρ.) αλλεπάλληλα … Dictionary of Greek